-
1 ἡμερήσιος
ἡμερ-ήσιος, [dialect] Dor. [pref] ἁμ-, α, ον, also ος, ον Plb.9.13.6, Str.7.1.5, Gem.18.4: ([etym.] ἡμέρα):—A of the day, τὰ ἡ. Hp.Mul.1.11;ὕπνοι Democr.212
; ἡ. φάος light as of the day, A. Ag.22;θεοί PMag.Leid.W.2.10
.II a day long, ἡ. ὁδός a day's journey, Hdt.4.101, Pl.R. 616b; ἡ. λόγος a speech lasting a whole day, Isoc.15.320;ἁ. χρόνος Ti.Locr.97c
, etc.;ζωή Plu.2.111c
.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ἡμερήσιος
См. также в других словарях:
ημερήσιος — Ο καθημερινός, αυτός που διαρκεί μία ημέρα.η. διάταξη. Το σύνολο των ζητημάτων που πρόκειται να συζητηθούν από ένα σώμα, ιδιαίτερα νομοθετικό, μία ορισμένη ημέρα. η. κίνηση του ουρανού.Η περιστροφή της ουράνιας σφαίρας μέσα σε 24 ώρες ή… … Dictionary of Greek